- τράνου
- τρά̱νου , τρανόωmake clearpres imperat act 2nd sgτρά̱νου , τρανόωmake clearimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρανοῦ — τρᾱνοῦ , τρανόω make clear pres imperat mp 2nd sg τρᾱνοῦ , τρανόω make clear imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 … Dictionary of Greek
τρανάδα — η, Ν η ιδιότητα τού τρανού, μεγαλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρανός + κατάλ. άδα (πρβλ. ασπρ άδα)] … Dictionary of Greek
τρανότητα — η / τρανότης, ητος, ΝΑ [τρανής / τρανός] η ιδιότητα τού τρανού, το να είναι κάτι τρανό νεοελλ. το να είναι κανείς μεγάλος στην ηλικία, στο ανάστημα ή στον βαθμό … Dictionary of Greek